κεραυνομάχης

κεραυνομάχης
κεραυνομάχης, -ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο-μάχης, οπλο-μάχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεραυνομάχαν — κεραυνομάχᾱν , κεραυνομάχης fighting with thunder masc acc sg (epic doric aeolic) κεραυνομάχης fighting with thunder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”